- κομβιοδόχη
- η петля (для застегивания); петлица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κομβιοδόχη — η κουμπότρυπα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομβίον + δόχη (< δέχομαι*), πρβλ. καπνο δόχη, τεφρο δόχη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. τ. boutonniere και μαρτυρείται από το 1858 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek